- ωκυτόκος
- -ο / ὠκυτόκος, -ον, ΝΑ(λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολααρχ.1. (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκονο εύκολος, γρήγορος τοκετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολυ-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.